μετριοφροσύνη

μετριοφροσύνη
η (ΑΜ μετριοφροσύνη) [μετριόφρων]
η ιδιότητα τού μετριόφρονα, ταπεινοφροσύνη, απλότητα στη συμπεριφορά, μετριότητα στις απαιτήσεις ή αξιώσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετριοφροσύνη — modesty fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοφροσύνῃ — μετριοφροσύνη modesty fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοφροσύνη — η το να μην έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, το να μην επιδεικνύει την αξία του ή τις ικανότητές του, η σεμνότητα: Δε μίλησε σε κανέναν για την ηρωική του πράξη από μετριοφροσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετριοφροσύνηι — μετριοφροσύνῃ , μετριοφροσύνη modesty fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοφροσύνην — μετριοφροσύνη modesty fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριοφροσύνης — μετριοφροσύνη modesty fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …   Dictionary of Greek

  • αιδώς — Τεχνητή θεότητα, που την επινόησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Ήταν μια από τις Ώρες και είχε μητέρα τη Θέμιδα και αδελφές την Ευνομία, τη Δίκη, την Ειρήνη, τη Νέμεση κλπ. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός… …   Dictionary of Greek

  • ακενοδοξία — ἀκενοδοξία, η (AM) [ἀκενόδοξος] η ιδιότητα τού ακενόδοξου, η μετριοφροσύνη …   Dictionary of Greek

  • ειρωνεία — η (AM εἰρωνεία) λεπτός εμπαιγμός τών ελαττωμάτων, τής συμπεριφοράς ή τών λόγων τών άλλων νεοελλ. φρ. 1. «ειρωνεία τής τύχης» η απροσδόκητη αλλαγή προς το χειρότερο τής τύχης που φαινόταν ευνοϊκή 2. «σωκρατική ειρωνεία» η φιλοσοφική, παιδευτική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”